σαβέλ(λ)α

σαβέλ(λ)α
η, Ν
ζωολ. γένος πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sabella < λατ. sabulum «άμμος» + κατάλ. -ella].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Газис, Антимос — Антимос Газис. Антимос Газис (греч. Άνθιμος Γαζής Милиес, Пелион 1758 г.  …   Википедия

  • Ισμαήλ — I (4ος αι. μ.Χ.).Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Ι. έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον συντρόφευαν οι Πέρσες Μανουήλ και Σαβέλ, αποδοκίμασε τον αυτοκράτορα γιατί θυσίαζε στα… …   Dictionary of Greek

  • Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”